Ταμεία και αποθεματικό
Απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή σε οποιαδήποτε αλλαγή στο καθεστώς διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων των ασφαλιστικών οργανισμών.
Με αφορμή την επικείμενη κατάθεση του νέου ασφαλιστικού νομοσχεδίου από την κυβέρνηση, άρχισε και πάλι μεταξύ αρμόδιου υπουργείου και ενδιαφερομένων φορέων ένας νέος κύκλος συζητήσεων με επίκεντρο την επίμαχη διάταξη, για την αξιοποίηση των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων.
Και ο αναπτυσσόμενος διάλογος έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί αφορά διαρθρωτική παρέμβαση λίαν σημαντική για μια ορθολογική διαχείριση και καθοριστική για τη βιωσιμότητα του κοινωνικοασφαλιστικού μας συστήματος.
Σε μια πρώτη θεώρηση, η προσέγγιση του προβλήματος φαίνεται απλή. Και δημιουργεί απορία ή ακόμη και αγανάκτηση σε κάποιους βιαστικούς, η άρνηση της Πολιτείας να παραχωρήσει το δικαίωμα της εκπροσώπησης, ελέγχου και διαχείρισης των ταμείων στους εργαζομένους, που αποτελεί εδώ και δεκαετίες σταθερό αίτημα του συνδικαλιστικού μας κινήματος.
Όμως, η αντίληψη της ελεύθερης διάθεσης, επένδυσης και αξιοποίησης των αποθεματικών, με ευθύνη των Δ.Σ. των ασφαλιστικών ταμείων, αν και φαίνεται ότι θεμελιώνει τον κοινωνικό χαρακτήρα της ασφάλισης και ενισχύει την οικονομική κατάσταση των ταμείων, επισύρει ενστάσεις των οποίων η επιχειρηματολογία δεν στερείται σοβαρότητας και απαιτεί προβληματισμό. Συγκεκριμένα:
1. Τα αποθεματικά των ταμείων δεν προέρχονται μόνον από ασφαλιστικές εισφορές, αλλά και από κοινωνικό πόρο, του οποίου το μέγεθος σε πολλά «ευγενή» ταμεία είναι δύο και τρεις φορές μεγαλύτερο από εκείνο των ασφαλιστικών εισροών (ΤΣΑΥ, Ταμείο Νομικών κ.λπ.). Απόδειξη δε τρανή της σημασίας και της συμβολής του κοινωνικού πόρου στην οικονομική ευρωστία των ταμείων είναι ότι όσα εξ αυτών δεν έχουν κοινωνικό πόρο (ΙΚΑ, ΝΑΤ, ΤΣΑ, ΤΕΒΕ), εμφανίζουν και τα χρηματοδοτικά ανοίγματα. Επομένως η διεκδικούμενη αυτοδιοίκηση των ταμείων θα πρέπει να έχει εξασφαλίσει ως προϋπόθεση την οικονομική αυτοτέλεια και αυτοδυναμία του καθένα απ’ αυτά και να μη στηρίζεται σε ξένα «κόλλυβα».
2. Η ελεύθερη και χωρίς καμία κρατική παρέμβαση ή έλεγχο διάθεση των αποθεματικών από τα Δ.Σ. των ταμείων και μάλιστα μέσα σ’ ένα ιδιωτικοοικονομικό πλαίσιο, εγκυμονεί ενίοτε και κινδύνους που ίσως διαταράξουν την οικονομική σταθερότητα των ταμείων. Και διερωτάται κανείς ποιος θα καλύψει τις δαπάνες των συντάξεων στην περίπτωση αποτυχίας της «επιχείρησης» αξιοποίησης των περιουσιακών στοιχείων και χρεοκοπίας του ταμείου;
Και ακόμη, σκέφθηκαν ποτέ οι θιασώτες της αυτοτελούς διαχείρισης, ποια θα ήταν η τύχη των εκ 350 δισ. αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων, αν επέτρεπε η κυβέρνηση στην περίοδο 1987-88 την κατάθεσή των στην Τράπεζα Κρήτης, όπως επέτρεψε στις ΔΕΚΟ; (Το στοιχείο αυτό παντελώς αγνοήθηκε στη Δίκη του Αιώνα).
3. Δεν γνώρισα Δ.Σ. ταμείου κατά τη διάρκεια που είχα την ευθύνη της κοινωνικής ασφάλισης, που να ενδιαφέρεται μακροπρόθεσμα για τη βιωσιμότητα του ταμείου. Τα περισσότερα σκέπτονται και ενεργούν για την ικανοποίηση των όχι πάντα δικαίων αιτημάτων του σήμερα, χωρίς προοπτική και υπευθυνότητα για το αύριο.
4. Η πολυδιατυμπανιζόμενη ζημία της κοινωνικής ασφάλισης, συνεπεία της υποχρεωτικής κατάθεσης των αποθεματικών επί σειράν δεκαετιών στην Τράπεζα της Ελλάδος με χαμηλό επιτόκιο, είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη ή κατά πολύ μικρότερη του μεγέθους που συχνά επαναλαμβάνεται. Γιατί σε κάθε προσέγγιση του προβλήματος θα πρέπει να συνυπολογίσει και η (κατά 82%) κάλυψη των νοσοκομειακών λειτουργικών δαπανών εκ μέρους του κράτους με εκατοντάδες δισ., αν και η υποχρέωση αυτή ανήκει στα ασφαλιστικά ταμεία, αφού εκείνα εισπράττουν την ανάλογη για την ασθένεια ασφαλιστική εισφορά.
Γι’ αυτό απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στην οποιαδήποτε θεσμική αλλαγή που θα επιχειρηθεί στο καθεστώς της διαχείρισης των περιουσιακών στοιχείων των ταμείων και όσων βεβαίως διασωθούν από τις ληστρικές διατάξεις των άρθρων 59 και 61 του Ν. 2084/ 92.
Συμπερασματικά, θεωρώ ότι η οποιαδήποτε επενδυτική πολιτική των Δ.Σ. επί των αποθεματικών των ταμείων θα πρέπει να έχει την σύμφωνη γνώμη της κυβέρνησης, η οποία άλλωστε έχει και την ευθύνη της κάλυψης των ελλειμμάτων, που ενδεχόμενα θα εμφανιστούν συνεπεία δημογραφικών ή άλλων λόγων.
Εκτός αν η Πολιτεία δεχθεί και θεσμοθετήσει την Τράπεζα Κοινωνικής Ασφάλισης, η οποία θα διαχειρίζεται τα κάθε είδους περιουσιακά στοιχεία των Ασφαλιστικών Ταμείων και οργανισμών και θα παρεμβαίνει στις περιπτώσεις χρηματοοικονομικών ανισορροπιών. Πρόκειται για την μοναδική παρέμβαση, που θα διασφαλίσει την άψογη διαχείριση και εγγυάται τη βιωσιμότητα των ταμείων.
Σε οποιαδήποτε άλλη επιλογή ελλοχεύει ο κίνδυνος της χρεωκοπίας και των κοινωνικών κραδασμών.
Γρηγόρης Σολωμός, τ. Υφυπουργός Υγείας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, “ΤΑ ΝΕΑ”, 23/3/1993